- τιθας
- τιθάςτῐθάς-άδος (ᾰδ) adj. f [τιθασεύω] прирученная, ручная
(ὄρνις Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ὄρνις Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τιθάς — fem nom sg τιθά̱ς , τιθή fem acc pl τιθά̱ς , τιθός fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιθάς — άδος, ἡ, Α (σε συνεκφορά με τη λ. ὄρνις) (ποιητ. τ.) όρνιθα εξημερωμένη, κατοικίδια όρνιθα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. τιθασεύω με επίθημα άς, άδος] … Dictionary of Greek